- χειρισμογράφος
- χειρ-ισμογράφος [pron. full] [ᾰ], ὁ,A inventory-keeper, registrar, PLips.102i9 (iv A.D.), Stud.Pal.20.81.4 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρισμογράφος — ὁ, Α αυτός που τηρεί μητρώα, που ενημερώνει τους καταλόγους τού δημοσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρισμός + γράφος*] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek